- τροχοπέδιλο(ν)
- το (чаще πλ. ) ролик, роликовый конёк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχοπέδιλο — το, Ν ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, κν. πατίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. τροχοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Νέον Πνεύμα] … Dictionary of Greek
τροχοπέδιλο — το ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, που δένεται στο πόδι των πεδιλοδρόμων, πατίνι, παγοπέδιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
πατίνι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό δίτροχο παιχνίδι που μοιάζει με υποτυπώδες ποδήλατο, φέρει δύο μικρούς τροχούς ή ρουλεμάν και ωθείται με το ένα πόδι που πατάει περιοδικά στο έδαφος και σπρώχνει το πατίνι προς τα εμπρός, ενώ το άλλο πόδι πατάει σταθερά… … Dictionary of Greek
τροχοπεδιλοδρομώ — Ν τρέχω με τροχοπέδιλα, πατινάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπέδιλο + δρομώ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ιστιο δρομώ] … Dictionary of Greek
πέδιλο — το 1. ρηχό υπόδημα που δένεται με λουριά, σαντάλι. 2. καθετί που μοιάζει με σαντάλι: Τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατίνι — το (λ. γαλλ.) 1. τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο. 2. δίτροχο παιδικό, απλής κατασκευής, παιχνίδι. 3. μτφ., ταλαιπωρία· φρ., «Μας έκανε τη ζωή πατίνι», μας ταλαιπώρησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)